- λιγοψυχιά
- ηατολμία, δειλία, φόβος: Μας βρήκε η νύχτα στο δάσος και μας έπιασε λιγοψυχιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγοψυχιά — και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) [ολιγόψυχος] 1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία 2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία … Dictionary of Greek
ολιγοψυχία — η (Α ὀλιγοψυχία, ιων. τ. ὀλιγοψυχίη) βλ. λιγοψυχιά … Dictionary of Greek
λιποψυχία — η δείλιασμα, λιγοψυχιά: Η λιποψυχία του τον έκανε να νιώθει ντροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχία — ολιγοψυχία, η και λιγοψυχία, η 1. έλλειψη θάρρους, δειλία. 2. τάση για λιποθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)